Dictionary of Greek. 2013.
ρετσέλι — και ριτσέλι(ον), το, Ν ζαχαρόπηκτο γλυκό τού κουταλιού από οπωρικό βρασμένο με πετιμέζι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. rećel] … Dictionary of Greek